- εσχάριο
- το (Α ἐσχάριον)(υποκορ. τού εσχάρα)πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφούνεοελλ.1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου στην εσχάρα τού ναυπηγείου, κν. σκαρί2. μεταλλικό μέρος τής κλίνης, πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η εσχάρα τών βαρέων πυροβόλωναρχ.1. μέρος πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάποιος, βάση2. εσχάρα με την οποία καθέλκονται πλοία3. έλκος που προέρχεται από καύση4. (κατά τον Ησύχ.) «κοίλον θυμιατήριον».[ΕΤΥΜΟΛ. εσχάρ-ιον, υποκορ. τού εσχάρα].
Dictionary of Greek. 2013.